Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016

Μπορεί ο πολίτης να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων;



1. Όπως είναι γνωστό, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 5 του ν.2690/1999 κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα, με τις επιφυλάξεις της παρ. 3, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων. Η ρύθμιση αυτή αποτυπώνει την αρχή της φανερής δράσης της διοίκησης και αποτελεί έκφανση της αρχής της νομιμότητας που διέπει τη δράση της Δημόσιας Διοίκησης σε όλη την έκταση και βρίσκεται σε αρμονία με τις αντίστοιχες επιταγές του Συντάγματος αλλά και του Διεθνούς Δικαίου (άρθρα 1, 10,20 παρ. 2 Συντάγματος, άρθρο 10 Ε.Σ.Δ.Α., η οποία κυρώθηκε με το ν.δ.53/74).

2. Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από Υπηρεσίες του δημόσιου τομέα, των οποίων η έκδοση έχει ολοκληρωθεί και έχουν οριστικό περιεχόμενο, όπως εκθέσεις μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις. Η απαρίθμηση είναι ενδεικτική.

3. Με τη διάταξη αυτή, χορηγείται γενικό και αυτοτελές δικαίωμα σε κάθε πολίτη, να έχει πρόσβαση στα έγγραφα της διοίκησης και ταυτόχρονα θεσπίζεται γενική υποχρέωση των Υπηρεσιών του Δημόσιου Τομέα να θέτουν σε γνώση των διοικουμένων διοικητικά έγγραφα.

4. Με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι όποιος έχει ειδικό έννομο συμφέρον δικαιούται, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση, είτε με επιτόπια μελέτη, είτε με τη λήψη αντιγράφων, των ιδιωτικών εγγράφων, που φυλάσσονται στις Δημόσιες Υπηρεσίες. Για την άσκηση δηλαδή του δικαιώματος αυτού απαιτούνται τρεις προϋποθέσεις : α) να υπάρχει ειδικό έννομο συμφέρον του πολίτη β) το έγγραφο να είναι σχετικό με την υπόθεση του ενδιαφερομένου και γ) να εκκρεμεί στις Δημόσιες Υπηρεσίες ή να έχει διεκπεραιωθεί (28552 Α΄/1999 Γνωμ. Εισαγ. Πρωτ. Αθηνών).

5. Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 3 το, κατά την προηγούμενη παράγραφο, δικαίωμα του πολίτη για πρόσβαση στα έγγραφα της Διοίκησης, υποχωρεί ενόψει α) του δικαιώματος προστασίας της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής τρίτων, ή β) εφόσον παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις. Πάντως η διοικητική αρχή μπορεί να αρνηθεί την ικανοποίηση του δικαιώματος τούτου, αν είναι δυνατόν να δυσχεράνει ουσιωδώς την έρευνα δικαστικών, αστυνομικών ή στρατιωτικών αρχών, σχετικώς με την τέλεση εγκλήματος ή διοικητικής παράβασης (7/6/2000 Γνωμ. Εισαγ. Πρωτ. Κέρκυρας).

6. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατή η χορήγηση σε ιδιώτες από τις αστυνομικές αρχές στοιχείων οποιουδήποτε ατόμου, που περιέχονται σε διοικητικά έγγραφα ή στην καρτέλα ταυτότητάς του, έστω και αν ο αιτών επικαλείται έννομο συμφέρον, εφόσον τα στοιχεία αυτά συγκροτούν την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή τρίτων (Α.Π.17/97). Ιδιωτική ζωή (ή ιδιωτικός βίος) είναι εκείνη που περιορίζεται στο ίδιο το άτομο, την οικογένεια και το στενό κύκλο των φίλων και των γνωστών του (ηλικία, κατοικία, επάγγελμα κ.λ.π.). Η ιδιωτική ζωή αντιπαρατάσσεται στη δημόσια ζωή (ή δημόσιο βίο), δηλαδή στην κοινωνική ή επαγγελματική ζωή στο βαθμό που συμπεριλαμβάνει τις σχέσεις του ατόμου με ανοιχτό κατ΄αρχήν κύκλο προσώπων (π.χ. πελάτες) ή αποσκοπεί να επηρεάσει τα «κοινά» ή «δημόσια πράγματα» (κυρίως ανάμιξη στην πολιτική αλλά και δραστηριότητα στον κόσμο των θεαμάτων ή της δημόσια εκτέλεσης ή εκθέσεως έργων τέχνης ή επιστήμης).

7. Σύμφωνα με προγενέστερη γνωμοδότηση ΝΥΔ 430/1987 (Επιθ. Δικαίου του Δημοσίου Τομ. 4 σε. 51), η αίτηση για τη χορήγηση αντιγράφων εγγράφων πρέπει να απευθύνεται προς την Υπηρεσία που τα εξέδωσε, γιατί μόνο αυτή μπορεί να χορηγήσει αντίγραφα αυτών και όχι οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία, η οποία τα έχει στην κατοχή της. Η εν λόγω γνωμοδότηση πρέπει να θεωρηθεί πλέον, ότι δεν ισχύει, ενόψει, αφενός των νεότερων διατάξεων του νόμου 2690/1999, που θεσπίζουν και επιβάλλουν υποχρέωση της διοίκησης να χορηγήσει όλα τα έγγραφα, που φυλάσσονται στους φακέλους και το αρχείο της και αφετέρου της συνέχειας του κράτους, του ενιαίου της δημόσιας εξουσίας και των υπηρεσιών μιας στάσης (one stop shop).

8. Ακόμη με το άρθρο 5 παρ. 6 του ν.1943/1991 οι Υπηρεσίες απαλλάσσονται της υποχρέωσης παροχής πληροφοριών, πιστοποιητικών, δικαιολογητικών και βεβαιώσεων, όταν το αίτημα είναι εμφανώς παράνομο, αόριστο, ακατάληπτο ή επαναλαμβάνεται κατά τρόπο καταχρηστικό. Φραγμό στην άσκηση του δικαιώματος γνώσης των διοικητικών εγγράφων θέτουν επομένως, οι κανόνες της καταχρηστικής άσκησής του (άρθρο 25 παρ. 3 Συντάγματος και άρθρο 281 Α.Κ.).

9. Εξάλλου από τις διατάξεις του εδαφ. β΄ της παρ. 4 του άρθρου 25 του ν.1756/1988 προβλέπεται ότι ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών δικαιούται να παραγγέλλει στις υπηρεσίες του Δημοσίου, να παραδώσουν έγγραφα ή να χορηγήσουν αντίγραφά τους, όταν το ζητήσουν νομικά ή φυσικά πρόσωπα που έχουν δικαίωμα ή έννομο συμφέρον, εκτός αν πρόκειται για τα αναφερόμενα στο άρθρο 261 του Κ.Π.Δ. έγγραφα (που αφορούν στρατιωτικό ή διπλωματικό κ.λ.π. απόρρητο). Με τη διάταξη αυτή παρέχεται γενικότερο και ευρύτερο δικαίωμα στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών να παραγγείλει τη χορήγηση αντιγράφων των ως άνω εγγράφων. Με βάση το γεγονός ότι η αίτηση κρίνεται από δικαστικό λειτουργό, αφενός μεν παρέχονται μείζονες εγγυήσεις για την προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής των πολιτών, αφετέρου δε αποτρέπονται ποικίλης μορφής καταχρήσεις από τη διαρροή των στοιχείων ταυτότητάς τους (Α.Π.17/97).

10. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας, ως δικαιοδοτικό όργανο, δύναται, εκτιμώντας, τις νόμιμες προϋποθέσεις, δεσμευόμενος πάντα από τις διατάξεις του άρθρου 261 Κ.Π.Δ. και σταθμίζοντας το έννομο συμφέρον του αιτουμένου τη χορήγηση αντιγράφων, να παραγγείλει στη διοίκηση τη χορήγηση αυτών. Οι παραγγελίες αυτές του Εισαγγελέα, έχουν το χαρακτήρα δικαστικής διατάξεως και είναι υποχρεωτικές για τα όργανα της διοικήσεως. Σε περίπτωση δε μη συμμορφώσεως προς τις συγκεκριμένες εισαγγελικές παραγγελίες, οι αρμόδιοι υπάλληλοι υπέχουν τις ποινικές ευθύνες που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 169 του Π.Κ. (απείθεια), 222 του Π.Κ. (υπεξαγωγή εγγράφων) και ενδεχομένως 259 του Π.Κ. (παράβαση καθήκοντος).

11. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο Εισαγγελέας, λαμβάνων την αίτηση του ιδιώτη για έκδοση παραγγελίας χορηγήσεως εγγράφων στοιχείων ή πληροφοριών – είτε διότι αμφιβάλλει για τη βασιμότητα της αιτήσεως, είτε διότι επιθυμεί να έχει και τις απόψεις της διοικήσεως προκειμένου ν΄ αποφανθεί, είτε διότο (το συνηθέστερο) η αίτηση είναι μεν ατελής ή αόριστη, έχει όμως δείγματα βασιμότητας – διαβιβάζει την αίτηση στη διοικητική υπηρεσία (ή οργανισμό ή επιχείρηση του δημόσιου τομέα) προκειμένου να εκτιμήσει εάν συντρέχουν οι κατά νόμο προϋποθέσεις για χορήγηση του αιτούμενου εγγράφου, με δεδομένο ότι η τελευταία έχει ενώπιόν της όλα τα στοιχεία που συνθέτουν τη συγκεκριμένη μεμονωμένη περίπτωση – σε αντίθεση με τον Εισαγγελέα που δέχεται καθημερινά πολυάριθμες (δεκάδες ή και εκατοντάδες καθόσον αφορά στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών) τέτοιες αιτήσεις, χωρίς να γνωρίζει τα ακριβή πραγματικά περιστατικά της κάθε περιπτώσεως. Στην περίπτωση αυτή η δημόσια υπηρεσία (ή δημόσιος οργανισμός ή επιχείρηση του δημόσιου τομέα), σε περίπτωση αρνήσεως να χορηγήσει το αιτούμενο έγγραφο, οφείλει – σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 του Συντάγματος, 16 παρ. 6 του ν.1599/1986 και 25 παρ. 1 του ν.1756/1988 – να εκθέσει εγγράφως και αιτιολογημένα τους λόγους άρνησης τόσο στον Εισαγγελέα, όσο και στον αιτούντα ιδιώτη. Ο Εισαγγελέας, αφού λάβει την (αρνητική) απάντηση, θα κρίνει τελικά εάν πρέπει ή όχι να χορηγηθεί το αιτούμενο έγγραφο (18219 Β΄/1999 Γνωμοδ. Εισαγγ. Πρωτοδικών Αθηνών).

12. Ενόψει όλων των ανωτέρω, οι αιτήσεις πολιτών, για γνωστοποίηση στοιχείων που συγκροτούν την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή τρίτων, πρέπει να κρίνονται από Εισαγγελικό Λειτουργό, ο οποίος θα αποφασίσει περί της συνδρομής ή μη των περιορισμών του άρθρου 16 του ν.1599/1986, του άρθρου 5 του ν.2690/1999 και των σχετικών διατάξεων του ν.2472/1997 για την προστασία προσωπικών δεδομένων.

Νικόλαος Αθ. Μπλάνης
Αντιστράτηγος Αστυνομίας ε.α.
Επίτιμος Προϊστάμενος Κλάδου Οργάνωσης
και Ανθρώπινου Δυναμικού Α.Ε.Α./Υ.Δ.Τ.

πηγη bloko.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου